- τετραστοιχεί
- τετρα-στοιχεί, Adv.A in four rows, Ph.2.152.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τετραστοιχεί — in four rows indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραστοιχεί — Α επίρρ. σε τέσσερεις στοίχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετράστοιχος + επιρρμ. κατάλ. εί (πρβλ. παμψηφ εί)] … Dictionary of Greek